- ξεβιδωμένος
- η , ο1) отвинченный, отвёрнутый, открученный; 2) перен. разболтанный, расхлябанный (о человеке); развинченный (о походке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεβιδώνω — ξεβίδωσα, ξεβιδώθηκα, ξεβιδωμένος 1. αποσυνδέω βγάζοντας τη βίδα. 2. μτφ., κάνω κάποιον τρελό, κουράζω κάποιον υπερβολικά: Ξεβιδώθηκε με τα παιχνίδια ο μικρός. – Ξεβιδώθηκε από την κούραση. 3. μτχ., ξεβιδωμένος όχι σοβαρός, γελοίος, ξεμωραμένος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεβιδώνομαι — ξεβιδώνομαι, ξεβιδώθηκα, ξεβιδωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής